Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυνοφθαλμίζομαι
κυνοφόντις
κυνόφρων
κύντερος
κυνυλαγμός
κυνώ
κυνώδης
κυνώπης
κυνωτός
κύνωψ
κυόεις
κυοτοκία
κυοτροφία
κυοφορέω
κυοφόρησις
κυοφόρος
Κυπαρισσήεις
Κυπαρισσία
κυπαρισσίας
κυπαρίσσινος
κυπαρισσόκομος
View word page
κυόεις
pregnant
ShortDef
pregnant
Debugging
Headword:
κυόεις
Headword (normalized):
κυόεις
Headword (normalized/stripped):
κυοεις
IDX:
51365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51366
Key:
Data
{'content': 'pregnant'}