Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνοῦχος
κυνοφαγέω
κυνοφάλιον
κυνοφθαλμίζομαι
κυνοφόντις
κυνόφρων
κύντερος
κυνυλαγμός
κυνώ
κυνώδης
κυνώπης
κυνωτός
κύνωψ
κυόεις
κυοτοκία
κυοτροφία
κυοφορέω
κυοφόρησις
κυοφόρος
Κυπαρισσήεις
Κυπαρισσία
View word page
κυνώπης
the dog-eyed

ShortDef

the dog-eyed

Debugging

Headword:
κυνώπης
Headword (normalized):
κυνώπης
Headword (normalized/stripped):
κυνωπης
IDX:
51362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51363
Key:

Data

{'content': 'the dog-eyed'}