Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνοσσόος
κυνόστομον
κυνοσφαγής
κυνοτρόφος
κυνουλκός
κύνουρα
Κυνουρία
κυνοῦχος
κυνοφαγέω
κυνοφάλιον
κυνοφθαλμίζομαι
κυνοφόντις
κυνόφρων
κύντερος
κυνυλαγμός
κυνώ
κυνώδης
κυνώπης
κυνωτός
κύνωψ
κυόεις
View word page
κυνοφθαλμίζομαι
look impudent

ShortDef

look impudent

Debugging

Headword:
κυνοφθαλμίζομαι
Headword (normalized):
κυνοφθαλμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κυνοφθαλμιζομαι
IDX:
51355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51356
Key:

Data

{'content': 'look impudent'}