Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνόσουρος
κυνοσπάρακτος
κυνοσσόος
κυνόστομον
κυνοσφαγής
κυνοτρόφος
κυνουλκός
κύνουρα
Κυνουρία
κυνοῦχος
κυνοφαγέω
κυνοφάλιον
κυνοφθαλμίζομαι
κυνοφόντις
κυνόφρων
κύντερος
κυνυλαγμός
κυνώ
κυνώδης
κυνώπης
κυνωτός
View word page
κυνοφαγέω
eat dog's flesh

ShortDef

eat dog's flesh

Debugging

Headword:
κυνοφαγέω
Headword (normalized):
κυνοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
κυνοφαγεω
IDX:
51353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51354
Key:

Data

{'content': "eat dog's flesh"}