Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνόπρηστις
κυνοπρόσωπος
κυνοραιστής
κυνόροδον
κυνορτικός
Κῦνος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσουρίς
κυνόσουρος
κυνοσπάρακτος
κυνοσσόος
κυνόστομον
κυνοσφαγής
κυνοτρόφος
κυνουλκός
κύνουρα
Κυνουρία
κυνοῦχος
κυνοφαγέω
View word page
κυνόσουρος
addled

ShortDef

addled

Debugging

Headword:
κυνόσουρος
Headword (normalized):
κυνόσουρος
Headword (normalized/stripped):
κυνοσουρος
IDX:
51343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51344
Key:

Data

{'content': 'addled'}