Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κύνοπλον
κυνόπρασον
κυνόπρηστις
κυνοπρόσωπος
κυνοραιστής
κυνόροδον
κυνορτικός
Κῦνος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσουρίς
κυνόσουρος
κυνοσπάρακτος
κυνοσσόος
κυνόστομον
κυνοσφαγής
κυνοτρόφος
κυνουλκός
κύνουρα
Κυνουρία
View word page
κυνόσουρα
dog's-tail, the Cynosure

ShortDef

dog's-tail, the Cynosure

Debugging

Headword:
κυνόσουρα
Headword (normalized):
κυνόσουρα
Headword (normalized/stripped):
κυνοσουρα
IDX:
51341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51342
Key:

Data

{'content': "dog's-tail, the Cynosure"}