Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυνόκορον
κυνοκτόνος
κυνολογέω
κυνόλοφα
κυνολύγματε
κυνόλυσσος
κυνομαντεία
κυνομαχέω
κύνοπλον
κυνόπρασον
κυνόπρηστις
κυνοπρόσωπος
κυνοραιστής
κυνόροδον
κυνορτικός
Κῦνος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσουρίς
κυνόσουρος
View word page
κυνόπρηστις
whose sting makes dogs swell up
ShortDef
whose sting makes dogs swell up
Debugging
Headword:
κυνόπρηστις
Headword (normalized):
κυνόπρηστις
Headword (normalized/stripped):
κυνοπρηστις
IDX:
51333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51334
Key:
Data
{'content': 'whose sting makes dogs swell up'}