Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνοδρομέω
κυνοδρομία
κυνοειδής
κυνοθαρσής
κυνοκαύματα
κυνοκεφαλιστί
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοκόριον
κυνόκορον
κυνοκτόνος
κυνολογέω
κυνόλοφα
κυνολύγματε
κυνόλυσσος
κυνομαντεία
κυνομαχέω
κύνοπλον
κυνόπρασον
κυνόπρηστις
View word page
κυνόκορον
satyrion

ShortDef

satyrion

Debugging

Headword:
κυνόκορον
Headword (normalized):
κυνόκορον
Headword (normalized/stripped):
κυνοκορον
IDX:
51323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51324
Key:

Data

{'content': 'satyrion'}