Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομία
κυνοειδής
κυνοθαρσής
κυνοκαύματα
κυνοκεφαλιστί
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοκόριον
κυνόκορον
κυνοκτόνος
κυνολογέω
κυνόλοφα
κυνολύγματε
κυνόλυσσος
κυνομαντεία
κυνομαχέω
κύνοπλον
κυνόπρασον
View word page
κυνοκόριον
turbisci semen
ShortDef
turbisci semen
Debugging
Headword:
κυνοκόριον
Headword (normalized):
κυνοκόριον
Headword (normalized/stripped):
κυνοκοριον
IDX:
51322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51323
Key:
Data
{'content': 'turbisci semen'}