Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνοδέσμη
κυνόδεσμος
κυνοδηκτικός
κυνόδηκτος
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομία
κυνοειδής
κυνοθαρσής
κυνοκαύματα
κυνοκεφαλιστί
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοκόριον
κυνόκορον
κυνοκτόνος
κυνολογέω
κυνόλοφα
κυνολύγματε
κυνόλυσσος
View word page
κυνοκεφαλιστί
after the manner of the κυνοκέφαλος

ShortDef

after the manner of the κυνοκέφαλος

Debugging

Headword:
κυνοκεφαλιστί
Headword (normalized):
κυνοκεφαλιστί
Headword (normalized/stripped):
κυνοκεφαλιστι
IDX:
51318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51319
Key:

Data

{'content': 'after the manner of the κυνοκέφαλος'}