Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνοβάτης
κυνοβλώψ
κυνοβορά
κυνοβοσκός
κυνόβρωτος
κυνογαμία
κυνόγλωσσος
κυνοδέσμη
κυνόδεσμος
κυνοδηκτικός
κυνόδηκτος
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομία
κυνοειδής
κυνοθαρσής
κυνοκαύματα
κυνοκεφαλιστί
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
View word page
κυνόδηκτος
caused by a dog's bite

ShortDef

caused by a dog's bite

Debugging

Headword:
κυνόδηκτος
Headword (normalized):
κυνόδηκτος
Headword (normalized/stripped):
κυνοδηκτος
IDX:
51311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51312
Key:

Data

{'content': "caused by a dog's bite"}