Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφικτίονες
Ἀμφικτύονες
Ἀμφικτυονία
Ἀμφικτυονικός
Ἀμφικτυονίς
Ἀμφικτύων
ἀμφικυκάω
ἀμφικυκλόομαι
ἀμφικυλίνδω
ἀμφικυνέω
ἀμφικύπελλον
ἀμφικύπελλος
ἀμφικυρτέω
ἀμφίκυρτος
ἀμφιλαγχάνω
ἀμφίλαλος
ἀμφιλαμβάνω
ἀμφιλάφεια
ἀμφιλαφής
ἀμφιλαχαίνω
ἀμφιλέγω
View word page
ἀμφικύπελλον
double-cupped

ShortDef

double-cupped

Debugging

Headword:
ἀμφικύπελλον
Headword (normalized):
ἀμφικύπελλον
Headword (normalized/stripped):
αμφικυπελλον
IDX:
5130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5131
Key:

Data

{'content': 'double-cupped'}