Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνισμός
κυνιστέον
κυνιστί
Κύννα
κυνοβάτης
κυνοβλώψ
κυνοβορά
κυνοβοσκός
κυνόβρωτος
κυνογαμία
κυνόγλωσσος
κυνοδέσμη
κυνόδεσμος
κυνοδηκτικός
κυνόδηκτος
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομία
κυνοειδής
κυνοθαρσής
κυνοκαύματα
View word page
κυνόγλωσσος
dog-tongued

ShortDef

dog-tongued

Debugging

Headword:
κυνόγλωσσος
Headword (normalized):
κυνόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
κυνογλωσσος
IDX:
51307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51308
Key:

Data

{'content': 'dog-tongued'}