Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυνίδιον
κυνίζω
κύνικλος
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνιστέον
κυνιστί
Κύννα
κυνοβάτης
κυνοβλώψ
κυνοβορά
κυνοβοσκός
κυνόβρωτος
κυνογαμία
κυνόγλωσσος
κυνοδέσμη
κυνόδεσμος
κυνοδηκτικός
κυνόδηκτος
View word page
κυνοβάτης
with short, stiff fetlocks
ShortDef
with short, stiff fetlocks
Debugging
Headword:
κυνοβάτης
Headword (normalized):
κυνοβάτης
Headword (normalized/stripped):
κυνοβατης
IDX:
51301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51302
Key:
Data
{'content': 'with short, stiff fetlocks'}