Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
View word page
ἀγκυλόπους
with bent legs

ShortDef

with bent legs

Debugging

Headword:
ἀγκυλόπους
Headword (normalized):
ἀγκυλόπους
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοπους
IDX:
512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-513
Key:

Data

{'content': 'with bent legs'}