Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυνηδόν
κυνηλασία
κυνηλατέω
κυνήποδες
κυνητίνδα
Κύνθιος
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κύνικλος
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνιστέον
κυνιστί
Κύννα
κυνοβάτης
κυνοβλώψ
κυνοβορά
View word page
κύνικλος
cuniculus, rabbit
ShortDef
cuniculus, rabbit
Debugging
Headword:
κύνικλος
Headword (normalized):
κύνικλος
Headword (normalized/stripped):
κυνικλος
IDX:
51293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51294
Key:
Data
{'content': 'cuniculus, rabbit'}