Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυνηγικός
κυνήγιον
κυνηδόν
κυνηλασία
κυνηλατέω
κυνήποδες
κυνητίνδα
Κύνθιος
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κύνικλος
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνιστέον
κυνιστί
Κύννα
κυνοβάτης
View word page
κυνίδιον
a little dog, whelp, puppy
ShortDef
a little dog, whelp, puppy
Debugging
Headword:
κυνίδιον
Headword (normalized):
κυνίδιον
Headword (normalized/stripped):
κυνιδιον
IDX:
51291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51292
Key:
Data
{'content': 'a little dog, whelp, puppy'}