Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνδαλισμός
κύνδαλος
κυνεάγας
κυνέη
κύνειος
κύνειρα
κύνεος
κυνέω
κυνηγεσία
κυνηγέσιον
κυνηγετέω
κυνηγέτης
κυνηγετικός
κυνηγέω
κυνηγία
κυνηγικός
κυνήγιον
κυνηδόν
κυνηλασία
κυνηλατέω
κυνήποδες
View word page
κυνηγετέω
to hunt

ShortDef

to hunt

Debugging

Headword:
κυνηγετέω
Headword (normalized):
κυνηγετέω
Headword (normalized/stripped):
κυνηγετεω
IDX:
51276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51277
Key:

Data

{'content': 'to hunt'}