Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνάς
κύναστρος
κυνάω
κυνδαλισμός
κύνδαλος
κυνεάγας
κυνέη
κύνειος
κύνειρα
κύνεος
κυνέω
κυνηγεσία
κυνηγέσιον
κυνηγετέω
κυνηγέτης
κυνηγετικός
κυνηγέω
κυνηγία
κυνηγικός
κυνήγιον
κυνηδόν
View word page
κυνέω
to kiss

ShortDef

to kiss

Debugging

Headword:
κυνέω
Headword (normalized):
κυνέω
Headword (normalized/stripped):
κυνεω
IDX:
51273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51274
Key:

Data

{'content': 'to kiss'}