Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνάριον
κυνάς
κύναστρος
κυνάω
κυνδαλισμός
κύνδαλος
κυνεάγας
κυνέη
κύνειος
κύνειρα
κύνεος
κυνέω
κυνηγεσία
κυνηγέσιον
κυνηγετέω
κυνηγέτης
κυνηγετικός
κυνηγέω
κυνηγία
κυνηγικός
κυνήγιον
View word page
κύνεος
shameless, unabashed

ShortDef

shameless, unabashed

Debugging

Headword:
κύνεος
Headword (normalized):
κύνεος
Headword (normalized/stripped):
κυνεος
IDX:
51272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51273
Key:

Data

{'content': 'shameless, unabashed'}