Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κυναμολγοί
κυνάμυια
κυνάνθρωπος
κυνάριον
κυνάς
κύναστρος
κυνάω
κυνδαλισμός
κύνδαλος
κυνεάγας
κυνέη
κύνειος
κύνειρα
κύνεος
κυνέω
κυνηγεσία
κυνηγέσιον
κυνηγετέω
κυνηγέτης
κυνηγετικός
κυνηγέω
View word page
κυνέη
a dog skin; cap, helmet

ShortDef

a dog skin; cap, helmet

Debugging

Headword:
κυνέη
Headword (normalized):
κυνέη
Headword (normalized/stripped):
κυνεη
IDX:
51269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51270
Key:

Data

{'content': 'a dog skin; cap, helmet'}