Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνάγκη
κυναγός
κυνάγχη
κυνάγχης
κυναγχικός
κυναγωγός
κυνάκανθα
κυνακίας
κυνακτής
κυναλώπηξ
Κυναμολγοί
κυνάμυια
κυνάνθρωπος
κυνάριον
κυνάς
κύναστρος
κυνάω
κυνδαλισμός
κύνδαλος
κυνεάγας
κυνέη
View word page
Κυναμολγοί
dog-milkers

ShortDef

dog-milkers

Debugging

Headword:
Κυναμολγοί
Headword (normalized):
κυναμολγοί
Headword (normalized/stripped):
κυναμολγοι
IDX:
51259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51260
Key:

Data

{'content': 'dog-milkers'}