Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κυμοπόλεια
κυμορρώξ
κυμοτόκος
κυμοτόμος
Κυμώ
κυναγέτας
κυνάγκη
κυναγός
κυνάγχη
κυνάγχης
κυναγχικός
κυναγωγός
κυνάκανθα
κυνακίας
κυνακτής
κυναλώπηξ
Κυναμολγοί
κυνάμυια
κυνάνθρωπος
κυνάριον
κυνάς
View word page
κυναγχικός
suffering from κυνάγχη, a sore throat

ShortDef

suffering from κυνάγχη, a sore throat

Debugging

Headword:
κυναγχικός
Headword (normalized):
κυναγχικός
Headword (normalized/stripped):
κυναγχικος
IDX:
51253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51254
Key:

Data

{'content': 'suffering from κυνάγχη, a sore throat'}