Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κύμβος
Κύμη
κύμηχα
κύμινδις
κυμινεύω
κυμίνινος
κυμινοδόκον
κυμινοκίμβιξ
κύμινον
κυμινοπρίστης
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
κυμινοπώλης
κυμινότριβος
κυμινώδης
κυμοδέγμων
Κυμοδόκη
κυμοδόκη
κυμοθαλής
Κυμοθόη
κυμοθόη
κυμόκτυπος
View word page
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
a cummin-splitting-cress-scraper: skinflint
ShortDef
a cummin-splitting-cress-scraper: skinflint
Debugging
Headword:
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
Headword (normalized):
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
Headword (normalized/stripped):
κυμινοπριστοκαρδαμογλυφος
IDX:
51232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51233
Key:
Data
{'content': 'a cummin-splitting-cress-scraper: skinflint'}