Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυματώδης
κυμάτωσις
κυμβαλίζω
κυμβαλισμός
κυμβαλιστής
κυμβαλίστρια
κύμβαλον
κύμβαχος
κύμβη
κύμβη2
κυμβητιάω
κυμβίον
κύμβος
Κύμη
κύμηχα
κύμινδις
κυμινεύω
κυμίνινος
κυμινοδόκον
κυμινοκίμβιξ
κύμινον
View word page
κυμβητιάω
hurl headlong

ShortDef

hurl headlong

Debugging

Headword:
κυμβητιάω
Headword (normalized):
κυμβητιάω
Headword (normalized/stripped):
κυμβητιαω
IDX:
51220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51221
Key:

Data

{'content': 'hurl headlong'}