Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
View word page
ἀγκυλομήτης
crooked of counsel, wily

ShortDef

crooked of counsel, wily

Debugging

Headword:
ἀγκυλομήτης
Headword (normalized):
ἀγκυλομήτης
Headword (normalized/stripped):
αγκυλομητης
IDX:
511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-512
Key:

Data

{'content': 'crooked of counsel, wily'}