Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυλλαίνω
κύλλαρος
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλήνιος
κυλλοποδίων
κυλλόπους
κυλλός
κυλλόω
κύλλωμα
κυλοιδιάω
Κύλων
Κύμα
κῦμα
κυμαίνω
Κυμαῖος
κύμανσις
κυμάς
κυματηδόν
κυματίας
κυματίζομαι
View word page
κυλοιδιάω
to have a swelling below the eye
ShortDef
to have a swelling below the eye
Debugging
Headword:
κυλοιδιάω
Headword (normalized):
κυλοιδιάω
Headword (normalized/stripped):
κυλοιδιαω
IDX:
51188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51189
Key:
Data
{'content': 'to have a swelling below the eye'}