Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυλίχνη
κυλίχνιον
κυλίω
κυλλαίνω
κύλλαρος
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλήνιος
κυλλοποδίων
κυλλόπους
κυλλός
κυλλόω
κύλλωμα
κυλοιδιάω
Κύλων
Κύμα
κῦμα
κυμαίνω
Κυμαῖος
κύμανσις
κυμάς
View word page
κυλλός
crooked, crippled
ShortDef
crooked, crippled
Debugging
Headword:
κυλλός
Headword (normalized):
κυλλός
Headword (normalized/stripped):
κυλλος
IDX:
51185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51186
Key:
Data
{'content': 'crooked, crippled'}