Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κύλιξ
κύλισις
κύλισμα
κυλισμός
κυλιστικός
κυλιστός
κυλίστρα
κυλίχνη
κυλίχνιον
κυλίω
κυλλαίνω
κύλλαρος
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλήνιος
κυλλοποδίων
κυλλόπους
κυλλός
κυλλόω
κύλλωμα
κυλοιδιάω
View word page
κυλλαίνω
let
ShortDef
let
Debugging
Headword:
κυλλαίνω
Headword (normalized):
κυλλαίνω
Headword (normalized/stripped):
κυλλαινω
IDX:
51178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51179
Key:
Data
{'content': 'let'}