Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυλινδρικός
κυλινδροειδής
κύλινδρος
κυλινδρόω
κυλινδρωτός
κυλίνδω
κύλιξ
κύλισις
κύλισμα
κυλισμός
κυλιστικός
κυλιστός
κυλίστρα
κυλίχνη
κυλίχνιον
κυλίω
κυλλαίνω
κύλλαρος
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλήνιος
View word page
κυλιστικός
practised in rolling

ShortDef

practised in rolling

Debugging

Headword:
κυλιστικός
Headword (normalized):
κυλιστικός
Headword (normalized/stripped):
κυλιστικος
IDX:
51172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51173
Key:

Data

{'content': 'practised in rolling'}