Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυλικώδης
κυλίνδησις
κυλινδρικός
κυλινδροειδής
κύλινδρος
κυλινδρόω
κυλινδρωτός
κυλίνδω
κύλιξ
κύλισις
κύλισμα
κυλισμός
κυλιστικός
κυλιστός
κυλίστρα
κυλίχνη
κυλίχνιον
κυλίω
κυλλαίνω
κύλλαρος
κυλλᾶστις
View word page
κύλισμα
a rolling, wallowing

ShortDef

a rolling, wallowing

Debugging

Headword:
κύλισμα
Headword (normalized):
κύλισμα
Headword (normalized/stripped):
κυλισμα
IDX:
51170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51171
Key:

Data

{'content': 'a rolling, wallowing'}