Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυλικήρυτος
κυλίκιον
κυλικοφόρος
κυλικώδης
κυλίνδησις
κυλινδρικός
κυλινδροειδής
κύλινδρος
κυλινδρόω
κυλινδρωτός
κυλίνδω
κύλιξ
κύλισις
κύλισμα
κυλισμός
κυλιστικός
κυλιστός
κυλίστρα
κυλίχνη
κυλίχνιον
κυλίω
View word page
κυλίνδω
to roll, roll along

ShortDef

to roll, roll along

Debugging

Headword:
κυλίνδω
Headword (normalized):
κυλίνδω
Headword (normalized/stripped):
κυλινδω
IDX:
51167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51168
Key:

Data

{'content': 'to roll, roll along'}