Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κύκοωψ
κύλα
κυλικεῖον
κυλίκειος
κυλικηγορέω
κυλικηγόρος
κυλικήρυτος
κυλίκιον
κυλικοφόρος
κυλικώδης
κυλίνδησις
κυλινδρικός
κυλινδροειδής
κύλινδρος
κυλινδρόω
κυλινδρωτός
κυλίνδω
κύλιξ
κύλισις
κύλισμα
κυλισμός
View word page
κυλίνδησις
a rolling, wallowing

ShortDef

a rolling, wallowing

Debugging

Headword:
κυλίνδησις
Headword (normalized):
κυλίνδησις
Headword (normalized/stripped):
κυλινδησις
IDX:
51161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51162
Key:

Data

{'content': 'a rolling, wallowing'}