Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυκλοφορία
κυκλόω
κυκλώδης
κύκλωμα
Κυκλώπειος
Κυκλωπία
Κυκλωπικῶς
Κυκλώπιον
κυκλώπιον
κύκλωσις
κυκλωτός
Κύκλωψ
κύκνειος
κυκνίας
κυκνόθρεπτος
κυκνοκάνθαρος
κυκνόμορφος
κυκνόπτερος
κύκνος
Κύκνος
κύκνοψις
View word page
κυκλωτός
rounded, round

ShortDef

rounded, round

Debugging

Headword:
κυκλωτός
Headword (normalized):
κυκλωτός
Headword (normalized/stripped):
κυκλωτος
IDX:
51140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51141
Key:

Data

{'content': 'rounded, round'}