Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κύκλος
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κυκλοστρεφέομαι
κυκλοτερής
κυκλοτέρμων
κυκλοῦχος
κυκλοφορέομαι
κυκλοφορητικός
κυκλοφορία
κυκλόω
κυκλώδης
κύκλωμα
Κυκλώπειος
Κυκλωπία
Κυκλωπικῶς
Κυκλώπιον
κυκλώπιον
κύκλωσις
κυκλωτός
Κύκλωψ
View word page
κυκλόω
to encircle, surround

ShortDef

to encircle, surround

Debugging

Headword:
κυκλόω
Headword (normalized):
κυκλόω
Headword (normalized/stripped):
κυκλοω
IDX:
51131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51132
Key:

Data

{'content': 'to encircle, surround'}