Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυκλοπορία
κυκλοπόρος
κύκλος
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κυκλοστρεφέομαι
κυκλοτερής
κυκλοτέρμων
κυκλοῦχος
κυκλοφορέομαι
κυκλοφορητικός
κυκλοφορία
κυκλόω
κυκλώδης
κύκλωμα
Κυκλώπειος
Κυκλωπία
Κυκλωπικῶς
Κυκλώπιον
κυκλώπιον
κύκλωσις
View word page
κυκλοφορητικός
moving in a circle, circular

ShortDef

moving in a circle, circular

Debugging

Headword:
κυκλοφορητικός
Headword (normalized):
κυκλοφορητικός
Headword (normalized/stripped):
κυκλοφορητικος
IDX:
51129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51130
Key:

Data

{'content': 'moving in a circle, circular'}