Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυκλοέλικτος
κυκλόθεν
κυκλόθι
κυκλομόλιβδος
κυκλομόλυβδος
κυκλοπορέω
κυκλοπορία
κυκλοπόρος
κύκλος
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κυκλοστρεφέομαι
κυκλοτερής
κυκλοτέρμων
κυκλοῦχος
κυκλοφορέομαι
κυκλοφορητικός
κυκλοφορία
κυκλόω
κυκλώδης
κύκλωμα
View word page
κυκλοσοβέω
to drive round in a circle, whirl round
ShortDef
to drive round in a circle, whirl round
Debugging
Headword:
κυκλοσοβέω
Headword (normalized):
κυκλοσοβέω
Headword (normalized/stripped):
κυκλοσοβεω
IDX:
51123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51124
Key:
Data
{'content': 'to drive round in a circle, whirl round'}