Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυθνόν
Κυθνώλης
κυθώδης
κυθώνυμος
Κυϊντίλιος
κυΐσκομαι
κυκάω
κυκεών
κυκηθμός
κύκηθρον
κύκησις
κυκησίτεφρος
κυκησμός
κυκητής
Κυκλάδες
κυκλάζω
κυκλαίνω
κυκλάμινος
κυκλάς
κυκλατός
κύκλευμα
View word page
κύκησις
a stirring up, mixing up

ShortDef

a stirring up, mixing up

Debugging

Headword:
κύκησις
Headword (normalized):
κύκησις
Headword (normalized/stripped):
κυκησις
IDX:
51079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51080
Key:

Data

{'content': 'a stirring up, mixing up'}