Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κυθήριος
Κυθηροδίκης
Κυθηρόθεν
κύθιον
κυθνόν
Κυθνώλης
κυθώδης
κυθώνυμος
Κυϊντίλιος
κυΐσκομαι
κυκάω
κυκεών
κυκηθμός
κύκηθρον
κύκησις
κυκησίτεφρος
κυκησμός
κυκητής
Κυκλάδες
κυκλάζω
κυκλαίνω
View word page
κυκάω
to stir up

ShortDef

to stir up

Debugging

Headword:
κυκάω
Headword (normalized):
κυκάω
Headword (normalized/stripped):
κυκαω
IDX:
51075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51076
Key:

Data

{'content': 'to stir up'}