Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κύθηρα
Κυθήριος
Κυθηροδίκης
Κυθηρόθεν
κύθιον
κυθνόν
Κυθνώλης
κυθώδης
κυθώνυμος
Κυϊντίλιος
κυΐσκομαι
κυκάω
κυκεών
κυκηθμός
κύκηθρον
κύκησις
κυκησίτεφρος
κυκησμός
κυκητής
Κυκλάδες
κυκλάζω
View word page
κυΐσκομαι
to conceive, become pregnant
ShortDef
to conceive, become pregnant
Debugging
Headword:
κυΐσκομαι
Headword (normalized):
κυΐσκομαι
Headword (normalized/stripped):
κυισκομαι
IDX:
51074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51075
Key:
Data
{'content': 'to conceive, become pregnant'}