Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυβηλίζω
κυβηλικός
κύβηλις
κύβηνα
κύβης
κυβιάριον
κυβίζω
κυβικός
κύβιον
κυβιοσάκτης
κυβισμός
κυβιστάω
κυβίστημα
κυβιστής
κυβίστησις
κυβιστητήρ
κυβιστιάω
κυβιτίζω
κύβιτον
κυβοειδής
κυβόκυβος
View word page
κυβισμός
cubing: making into a solid

ShortDef

cubing: making into a solid

Debugging

Headword:
κυβισμός
Headword (normalized):
κυβισμός
Headword (normalized/stripped):
κυβισμος
IDX:
51013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51014
Key:

Data

{'content': 'cubing: making into a solid'}