Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυβεύω
κύβη
κύβηβος
κυβηλίζω
κυβηλικός
κύβηλις
κύβηνα
κύβης
κυβιάριον
κυβίζω
κυβικός
κύβιον
κυβιοσάκτης
κυβισμός
κυβιστάω
κυβίστημα
κυβιστής
κυβίστησις
κυβιστητήρ
κυβιστιάω
κυβιτίζω
View word page
κυβικός
cubic

ShortDef

cubic

Debugging

Headword:
κυβικός
Headword (normalized):
κυβικός
Headword (normalized/stripped):
κυβικος
IDX:
51010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51011
Key:

Data

{'content': 'cubic'}