Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυβευτικός
κυβεύω
κύβη
κύβηβος
κυβηλίζω
κυβηλικός
κύβηλις
κύβηνα
κύβης
κυβιάριον
κυβίζω
κυβικός
κύβιον
κυβιοσάκτης
κυβισμός
κυβιστάω
κυβίστημα
κυβιστής
κυβίστησις
κυβιστητήρ
κυβιστιάω
View word page
κυβίζω
make into a cube

ShortDef

make into a cube

Debugging

Headword:
κυβίζω
Headword (normalized):
κυβίζω
Headword (normalized/stripped):
κυβιζω
IDX:
51009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51010
Key:

Data

{'content': 'make into a cube'}