Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυβευτήριον
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
κύβη
κύβηβος
κυβηλίζω
κυβηλικός
κύβηλις
κύβηνα
κύβης
κυβιάριον
κυβίζω
κυβικός
κύβιον
κυβιοσάκτης
κυβισμός
κυβιστάω
κυβίστημα
κυβιστής
κυβίστησις
View word page
κύβης
a dicer, gambler
ShortDef
a dicer, gambler
Debugging
Headword:
κύβης
Headword (normalized):
κύβης
Headword (normalized/stripped):
κυβης
IDX:
51007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51008
Key:
Data
{'content': 'a dicer, gambler'}