Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κύβερνος
κυβευτήριον
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
κύβη
κύβηβος
κυβηλίζω
κυβηλικός
κύβηλις
κύβηνα
κύβης
κυβιάριον
κυβίζω
κυβικός
κύβιον
κυβιοσάκτης
κυβισμός
κυβιστάω
κυβίστημα
κυβιστής
View word page
κύβηνα
old woman

ShortDef

old woman

Debugging

Headword:
κύβηνα
Headword (normalized):
κύβηνα
Headword (normalized/stripped):
κυβηνα
IDX:
51006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51007
Key:

Data

{'content': 'old woman'}