Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυβέρνιον
κύβερνος
κυβευτήριον
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
κύβη
κύβηβος
κυβηλίζω
κυβηλικός
κύβηλις
κύβηνα
κύβης
κυβιάριον
κυβίζω
κυβικός
κύβιον
κυβιοσάκτης
κυβισμός
κυβιστάω
κυβίστημα
View word page
κύβηλις
axe, cleaver
ShortDef
axe, cleaver
Debugging
Headword:
κύβηλις
Headword (normalized):
κύβηλις
Headword (normalized/stripped):
κυβηλις
IDX:
51005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51006
Key:
Data
{'content': 'axe, cleaver'}