Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυβερνητικός
κυβέρνιον
κύβερνος
κυβευτήριον
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
κύβη
κύβηβος
κυβηλίζω
κυβηλικός
κύβηλις
κύβηνα
κύβης
κυβιάριον
κυβίζω
κυβικός
κύβιον
κυβιοσάκτης
κυβισμός
κυβιστάω
View word page
κυβηλικός
as with an axe
ShortDef
as with an axe
Debugging
Headword:
κυβηλικός
Headword (normalized):
κυβηλικός
Headword (normalized/stripped):
κυβηλικος
IDX:
51004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51005
Key:
Data
{'content': 'as with an axe'}