Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυβερνήτης
κυβερνητικός
κυβέρνιον
κύβερνος
κυβευτήριον
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
κύβη
κύβηβος
κυβηλίζω
κυβηλικός
κύβηλις
κύβηνα
κύβης
κυβιάριον
κυβίζω
κυβικός
κύβιον
κυβιοσάκτης
κυβισμός
View word page
κυβηλίζω
strike with an axe

ShortDef

strike with an axe

Debugging

Headword:
κυβηλίζω
Headword (normalized):
κυβηλίζω
Headword (normalized/stripped):
κυβηλιζω
IDX:
51003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51004
Key:

Data

{'content': 'strike with an axe'}