Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυβερνητέον
κυβερνήτης
κυβερνητικός
κυβέρνιον
κύβερνος
κυβευτήριον
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
κύβη
κύβηβος
κυβηλίζω
κυβηλικός
κύβηλις
κύβηνα
κύβης
κυβιάριον
κυβίζω
κυβικός
κύβιον
κυβιοσάκτης
View word page
κύβηβος
stooping with the head

ShortDef

stooping with the head

Debugging

Headword:
κύβηβος
Headword (normalized):
κύβηβος
Headword (normalized/stripped):
κυβηβος
IDX:
51002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51003
Key:

Data

{'content': 'stooping with the head'}