Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
View word page
ἀγκυλόκωλος
crook-limbed
ShortDef
crook-limbed
Debugging
Headword:
ἀγκυλόκωλος
Headword (normalized):
ἀγκυλόκωλος
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοκωλος
IDX:
509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-510
Key:
Data
{'content': 'crook-limbed'}